- τσίφτης, -ισσα, -ικο
- (λ. τουρκ.), αρσ. πληθ. -ηδες1. τέλειος, άψογος, φίνος, εντάξει: Είναι τσίφτης στο ντύσιμό του.2. ικανός, καπάτσος: Δώσ' του δύσκολη δουλειά, είναι τσίφτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.